λατυποπαγής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
-ές
(πετρογρ.)
1. αυτός που αποτελείται από λατύπες
2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές
λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατύπη + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. κροκαλοπαγής, προσωποπαγής].