Ion. and Ep. for ὁσάκις.
ὁσσάκῐ: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὁσάκις.
poét. c. ὁσάκις.
as often as.
ὁσσάκι (Α)επίρ. (ιων. και επικ. τ.) βλ. οσάκις.