ὁσάκις
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. ὁσσάκι, as always in Hom.; also ὁσσάκις, Tab.Heracl.1.132, Call.Epigr.2.2: (ὅσος):—as many times as, as of ten as, Relat. to τοσσάκι, Il.21.265,22.194, Od.11.585; Att. form in Th.7.18, Lys.25.9, Pl.Tht.143a, X.Mem.3.4.3, 1 Ep.Cor.11.25, etc.:—also ὁσᾰκισδήποτε, Dosith.p.409 K.; ὁσᾰκισοῦν, Nicom.Ar.2.17.
German (Pape)
[Seite 394] poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.
French (Bailly abrégé)
adv.
aussi souvent que, toutes les fois que.
Étymologie: ὅσος, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
ὁσάκις: эп. ὁσσάκι (ᾰ) adv. столь часто как, всякий раз как (ὁ. κύψειε ὁ γέρων Hom.; ὁ. Ἀθήναζε ἀφικοίμην Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁσάκις: [ᾰ], Ἐπικ. ὁσσάκι, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· (ὅσος): ― ὡς καὶ νῦν, ὁσάκις, ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ τοσσάκι, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. τύπος ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· ὁσάκις οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
English (Strong)
multiple adverb from ὅς; how (i.e. with ἄν, so) many times as: as oft(-en) as.
English (Thayer)
(ὅσος), relative adverb, as often as; with the addition of ἄν, as often soever as, R G; cf. Winer's Grammar, § 42,5a.; Buttmann, § 139,34); also of ἐάν (L T Tr WH in 1 Corinthians, in the passage cited); Lysias, Plato, others.))
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι)
επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. ολιγιστάκις)].
Greek Monotonic
ὁσάκις: [ᾰ], Επικ. ὁσσάκι, (ὅσος), τόσες φορές όσες, τόσο συχνά όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το τοσσάκι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὅσος
as many times as, as often as, Lat. quoties, Il.; relative to τοσσάκι, Od.
Chinese
原文音譯:Ðs£kij 何沙企士
詞類次數:副,連(3)
原文字根:這(多 次)
字義溯源:每逢,時時,隨時;源自(ὅς / ὅσγε)*=那)
出現次數:總共(3);林前(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 每逢(2) 林前11:25; 林前11:26;
2) 隨時(1) 啓11:6
English (Woodhouse)
indirect, as often as, every time that, how often