ὀστοκατεάκτης, ὁ (Α)είδος θαλάσσιου αετού που σπάει τα οστά τών θυμάτων του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατεάσσω, άλλος τ. του κατάγνυμι «σπάω»].