οστεοσύνθεση

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και οστεοσυνθεσία, η
ιατρ. εγχειρητική συνένωση τών τμημάτων ενός κατάγματος και η συγκράτησή τους ώς την ολοκλήρωση της πώρωσης με τη χρησιμοποίηση μεταλλικών μέσων ή και οστικών μοσχευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ, αγγλ. osteosynthesis < ὀστέον / ὀστοῦν + σύνθεσις(-η)].