οὐλόφρων

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = ὀλοόφρων, restd. by Valck. in A. Supp.750 (lyr.) for δουλόφρονες.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόφρων: -ον, = ὀλοόφρων, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750 ἀντὶ δουλόφρονες, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου, πρβλ. οὐλόθυμος.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
à l’esprit funeste.
Étymologie: οὖλος³, φρήν.

Greek Monolingual

οὐλόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].