ουλοχύται

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οὐλοχύται, αἱ (Α)
1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. οὐλὰς χυτάς ή απλώς για σύνθ. < οὐλαί + χέω + επίθημα -τος].