ὀτρυντήρ

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 405] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντήρ: ῆρος, ὁ, (ὀτρύνω) ὁ ὀτρύνων, κελεύων, «κήρυξ. κελευστής, σαλπι(γ)κτὴρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀτρυντήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. οξυν-τήρ)].