σαλπιγκτήρ

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
σαλπιγκτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπιγγ-) + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].