οφθαλμομετρία
Greek Monolingual
η
1. ο προσδιορισμός του δείκτη διαθλαστικότητας τών διαφόρων τμημάτων του οφθαλμού
2. η μέτρηση της κυρτότητας του κερατοειδούς κατά διαφόρους μεσημβρινούς και ο προσδιορισμός του αστιγματισμού με ανάλογο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometrie (< οφθαλμός + -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].