οφθαλμομετρία

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ο προσδιορισμός του δείκτη διαθλαστικότητας τών διαφόρων τμημάτων του οφθαλμού
2. η μέτρηση της κυρτότητας του κερατοειδούς κατά διαφόρους μεσημβρινούς και ο προσδιορισμός του αστιγματισμού με ανάλογο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometrie (< οφθαλμός + -μετρία < -μέτρης < μέτρο)].