προσδιορισμός
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁ,
A further definition, determination, or specification, Gal.6.826 (pl.), Olymp. in Mete.314.17, Dam.Pr.38, 237.
II further condition in a problem, Dioph.1.14,5.10.
German (Pape)
[Seite 756] ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιορισμός: τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προσδιορίζω
νεοελλ.
1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός της αύξησης τών ενοικίων»)
2. όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το κατηγορούμενο και το αντικείμενο (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και είναι οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις
β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται κυρίως σε ρήματα, είναι οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως τόπο, τρόπο, χρόνο, αίτιο κ.ά.
γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο και είναι συνήθως σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)
3. φρ. «προσδιορισμός παθογόνου»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται στην αναγνώριση της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα
μσν.-αρχ.
ο περαιτέρω ορισμός, η επί πλέον διασάφηση
αρχ.
ο επί πλέον όρος σε ένα πρόβλημα.