οφθαλμολόγος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η
γιατρός ειδικός στις παθήσεις τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologiste (< οφθαλμός + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Παδοβά].