οφθαλμολογία

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις του οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologie (< οφθαλμός + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].