παιδονομία

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A education of children, Arist. Pol.1335b4.    II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργονἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 direction de l’éducation des enfants;
2 fonction de pédonome.
Étymologie: παιδονόμος.

Greek Monolingual

η (Α παιδονομία) παιδονόμος
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο του παιδονόμου.