παλαιοπράγμων

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

   A gloss on παλαιοθέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.

Greek Monolingual

παλαιοπράγμων, -ον (Α)
παλαιοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].