παλιμβαλής

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A = ὕπτιος, Call.Fr.anon.52.

Greek (Liddell-Scott)

παλιμβαλής: «ὁ ἀνάταυρα πεσὼν» Φώτ., «ὁ ὕπτιος» προστίθησιν ὁ Σουΐδ.

Greek Monolingual

παλιμβαλής, -ές (Α)
ο ύπτιος, ο πεσμένος ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάλλω].