παλουκώνω

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

παλούκι
1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω
2. μέσ. παλουκώνομαι
κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος
3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.