παλούκι
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ παλούκι)
μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος
νεοελλ.
1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» — συναντήσαμε μεγάλες, δυσκολίες)
2. φρ. «είναι του σκοινιού και του παλουκιού» — είναι τελείως διεφθαρμένος
3. παροιμ. «όποιος πηδάει πολλά παλούκια σε κάποιο θα καθήσει» — λέγεται για άτομα που ριψοκινδυνεύουν κατ' επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλούκ-ιον, υποκορ. του λατ. paluceus < palus «παλούκι»].