παλούκι

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

το (Μ παλούκι)
μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος
νεοελλ.
1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» — συναντήσαμε μεγάλες, δυσκολίες)
2. φρ. «είναι του σκοινιού και του παλουκιού» — είναι τελείως διεφθαρμένος
3. παροιμ. «όποιος πηδάει πολλά παλούκια σε κάποιο θα καθήσει» — λέγεται για άτομα που ριψοκινδυνεύουν κατ' επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλούκ-ιον, υποκορ. του λατ. paluceus < palus «παλούκι»].