παλούκι

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

το (Μ παλούκι)
μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος
νεοελλ.
1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» — συναντήσαμε μεγάλες, δυσκολίες)
2. φρ. «είναι του σκοινιού και του παλουκιού» — είναι τελείως διεφθαρμένος
3. παροιμ. «όποιος πηδάει πολλά παλούκια σε κάποιο θα καθήσει» — λέγεται για άτομα που ριψοκινδυνεύουν κατ' επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλούκ-ιον, υποκορ. του λατ. paluceus < palus «παλούκι»].