έως (ὁ) :habitant ou originaire du dème Παλλήνη.
Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής2. το θηλ. Παλληνίςεπίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).