Παλληνεύς
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.
Greek Monolingual
Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).
Russian (Dvoretsky)
Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.
Middle Liddell
Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.