πάνακες

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

τό,

   A v. πανακής II.

Greek (Liddell-Scott)

πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].