τό,
A v. πανακής II.
πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.
πάνακες, τὸ (Α)ονομασία διαφόρων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].