πανακής
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
πανακές, (ἄκος)
A all-healing, πάνακες πάντων φάρμακον ἁ σοφία Call.Epigr.47.4, cf. Ph.1.455 (Sup.); ποτάμιον πάνακες πρὸς τὰς τῶν θρεμμάτων νόσους Str.6.3.9; λύπης πανακές Epicur.Fr. 154.
II πάνακες, -ους, τό, all-heal, Ferulago galbanifera, Hp.Mul. 2.201, Thphr. HP 9.7.2, etc.; πάνακες Ἀσκληπίειον = Aesculapius' all-heal, Echinophora tenuifolia, ib.9.8.7, 9.11.1; πάνακες Ἡράκλειον = πανάκεια 1.2a, ib.9.11.3, Dsc.3.48; πάνακες Κενταύρειον = centaury, Centaurea salonitana, Plin.HN25.33, Sch.Nic.Th.564; πάνακες λεπτόφυλλον = feverfew, Erythraea centaurium, Thphr. HP 9.11.4; πάνακες Χειρώνειον = elecampane, Inula helenium, ib.9.11.1; also, = Chiron's all-heal, Hypericum olympicum, Nic. Th.565 (cf. 500), Dsc.3.50, Gal.12.95.
German (Pape)
[Seite 456] ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανακής -ές [πᾶς, ἄκος] allesgenezend; subst. bot. ‘panacee’ (een genezende plant).
Russian (Dvoretsky)
πᾰνᾰκής: всеисцеляющий (φάρμακον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰκής: -ές, (ἄκος) ὁ τὰ πάντα ἱώμενος, πάνακες φάρμακον Καλλ. Ἐπιγράμμ. 49· οὕτω καὶ μόνον πανακές· πρβλ. Θεοφρ. πάνακες Φυτ. Ἱστ. 9.11, 1 κ.ἑξ. ΙΙ. πάνακες (προπαροξυτόνως), ους, τό, φυτόν τι ὅθεν λαμβάνεται ὁ χυμὸς ὀποπάναξ, Διοσκ. 3. 55, πρβλ. Θεοφρ. πάνακες Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1· πρβλ. πανάκεια 2, πάναξ.
Greek Monolingual
πανακής, -ές (Α)
αυτός που θεραπεύει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ακής (< ἄκος «θεραπεία»)].