ές,
A free from all care, σαύρη, of the salamander, prob. in Nic.Al. 538.
πανακηδής, -ές (Α)αυτός που δεν έχει καμιά φροντίδα, τελείως αμέριμνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀκηδής.