ἀκηδής

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηδής Medium diacritics: ἀκηδής Low diacritics: ακηδής Capitals: ΑΚΗΔΗΣ
Transliteration A: akēdḗs Transliteration B: akēdēs Transliteration C: akidis Beta Code: a)khdh/s

English (LSJ)

ἀκηδές,
I Pass., uncared for: esp. unburied, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀ. Il.24.554; ἢ αὔτως κεῖται ἀκηδής Od.20.130; σώμοτ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. 6.26, 19.18. Adv. ἀκηδῶς = without burial Suid.
II Act., without care or without sorrow, Il.24.526, Hes.Th.489, AP11.42 (Crin.).
2 careless, heedless, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν Od.17.319, cf. Il.21.123: c.gen., taking no thought for, φίλων S.Fr. 208.10; παίδων Pl.Lg.913c.
III (κήδω) harm, harmless, Opp.H. 1.611, 2.648, cf. Epic. ap. Suid.

Spanish (DGE)

-ές
I 1descuidado εἵματα Od.6.26, ἔντεα Od.19.18, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής; ¿o acaso queda ahí sin atender?, Od.20.130
de un cadáver del que nadie se cuida, insepulto Ἕκτωρ κεῖται ... ἀ. Il.24.554, σώματ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. Ael.VH 12.64
sin honrar con exequias οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες Il.21.123
despreciado ἀκηδέα κύμβαλα ῥίψας Nonn.D.21.192.
2 que no se cuida, que no se preocupa οἱ θεοί Il.24.526, de Zeus υἱὸς ἀνίκητος καὶ ἀ. Hes.Th.489
sin miedo Call.Dian.62, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες con un ánimo sin penas, despreocupado Hes.Th.61, Op.112, cf. AP 11.42 (Crin.)
negligente, dejado, descuidado γυναῖκες Od.17.319
c. gen. ὃς δ' ἂν παίδων τε ἀκηδὴς γένηται el que se despreocupe de los hijos Pl.Lg.913c, φίλων S.Fr.208.10, τιμῆς A.R.3.597.
3 seguro σὺ δ' ἀκηδέα μήδεο νόστον A.R.4.822
firme, inexpugnable, inviolable ἄστυ Πριάμοιο Q.S.10.357, οἰκία h.Ap.78
inocuo δελφῖνες Opp.H.1.611, cf. 2.648, ἀ. τινί Babr.Dact.8.
II adv. ἀκηδῶς = sin sepultura Sud.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 exempt de souci;
2 négligent;
II. négligé, abandonné, particul. abandonné sans sépulture.
Étymologie: , κῆδος.

German (Pape)

ές (κῆδος),
1 sorglos, nachlässig, Od. 17.319; παίδων, sich um die Kinder nicht kümmernd, Plat. Legg. XI.913c; Plut. Arist. et Cat. 3; sorgenfrei, θεοί Il. 24.526; Hes. ἀκηδέα θυμὸν ἔχειν, einen sorgenlosen Sinn haben, Th. 61, O. 112; sicher, ungestört, Il. 21.123; καὶ ἀνίκητος Hes. Th. 489; so sp.D. öfter, z.B. Ap.Rh. 1.556; Qu.Sm. 10.357.
2 pass., vernachlässigt, εἵματα ἀκηδέα κεῖται Od. 6.26; 19.18; 20.130; unbestattet, σώματα Od. 24.187, Il. 24.554; vgl. Ael. V.H. 12.64.
• Adv. ἀκηδῶς Vetera Lexica.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηδής:
1 беспечный, беззаботный, свободный от забот (θεοί Hom.; θυμός Hes.; ἀ. τινος Hom., Plut.);
2 брошенный без попечения, оставленный без внимания (ξεῖνος, ἔντεα πατρός Hom.);
3 оставленный без погребения (σώματα, Ἓκτωρ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηδής: -ές, Ι. παθ., περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀκήδευτος, ἄταφος, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀκ., Ἰλ. Ω. 554· ἢ αὔτως κεῖται ἀκ., Ὀδ. Υ. 130· σώματ’ ἀκηδέα κεῖται, Ὀδ. Ω. 187· πρβλ. Ζ. 26., Τ. 18. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ φροντίδων ἢ θλίψεων, Λατ. securus, αἷμ’ ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες, Ἰλ. Φ. 123· πρβλ. Ω. 526, Ἡσ. Θ. 489, Ἀνθ. Π. 11.42. 2) ἄφροντις, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέως οὐ κομέουσιν, Ὀδ. Ρ. 319· μὴ φροντίζων περί τινος, παίδων, Πλάτ. Νόμ. 913C.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): uncaring, unfeeling, Il. 21.123, Od. 17.319; free from care, Il. 24.526; pass neglected, esp. ‘unburied.’

Greek Monolingual

ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].

Greek Monotonic

ἀκηδής: -ές (κῆδος
I. Παθ. αφρόντιστος, άταφος, σε Όμηρ.
II. Ενεργ., άνευ φροντίδων ή θλίψεων, αδιάφορος, αμελής, στον ίδ.

Middle Liddell

κῆδος
I. pass. uncared for, unburied, Hom.
II. act. without care or sorrow, careless, heedless, Hom.

Translations

unburied

German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄθαπτος, ἀκήδεστος, ἀκήδευτος, ἀκηδής, ἀκτερέϊστος, ἀτάρχυτος, ἄταφος, ἀτύμβευτος, περιερριμμένος; Italian: insepolto; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit; Spanish: no enterrado, insepulto

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed