παλιόπαιδο

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. παιδί κακότροπο ή κακής διαγωγής
2. θωπευτική προσφώνηση σε αγαπητό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + παιδί].