[Seite 461] mit dem ganzen Hause, Philo. – S. πανοικί.
και πανοικί ΝΑεπίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].