πανοικεί
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
v. πανοικί.
German (Pape)
[Seite 461] mit dem ganzen Hause, Philo. – S. πανοικί.
Greek Monolingual
και πανοικί ΝΑ
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανοικεί, ook πανοικί, [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.
Chinese
原文音譯:panoik⋯ 潘-哀企
詞類次數:副詞(1)
原文字根:每一-家(的)
字義溯源:和全家,整個家庭;由(πᾶς)*=眾人,所有)與(οἶκος)*=住處)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 和全家(1) 徒16:34
French (New Testament)
c. πανοικί