παπουτσής
Greek Monolingual
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.