παππάξ

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

πᾰπᾰπαππάξ, sounds to imitate a

   A crepitus ventris, Ar. Nu.390 sq.

German (Pape)

[Seite 466] παππάξ, Ar. Nubb. 389, u. παπαπαππάξ, 390, komische Nachahmung des Tons, den beim Durchfall der herausplatzende Unrath hervorbringt.

Greek (Liddell-Scott)

παππάξ: παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ.

Greek Monolingual

και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α
(κωμική λ.) ήχοι κατ' απομίμηση του κρότου της πορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].