παππάξ
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
παπαπαππάξ, sounds to imitate a crepitus ventris, Ar. Nu. 390 sq.
German (Pape)
[Seite 466] παππάξ, Ar. Nubb. 389, u. παπαπαππάξ, 390, komische Nachahmung des Tons, den beim Durchfall der herausplatzende Unrath hervorbringt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παππάξ, παπαπαππάξ, onomat., geluid van een knetterende scheet. Aristoph. Nub. 390.
Russian (Dvoretsky)
παππάξ: πᾰπαππάξ, παπαπαππάξ interj. звукоподраж. трах-тарарах! Arph.
Greek (Liddell-Scott)
παππάξ: παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ.
Greek Monolingual
και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α
(κωμική λ.) ήχοι κατ' απομίμηση του κρότου της πορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].