παραμείγνυμι

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

and παραμειγνύω, Ion. παραμίσγω, also in Thphr.HP9.7.2 and later Prose, Phld.Ir.p.54 W.(Pass.) :—

   A intermingle, mix with, τινί τι Ar.V.878 ; ψόγον καὶ νουθεσίαν Plu.2.59b :—Pass., metaph., ἡδονὴν παραμεμεῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN1177a23.    II c. acc. only, mix in, add by mixing, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.1.203, 4.61 ; μέλι, σμύρνην, Hp.Morb.2.47, Mul.2.162 ; στεατίου μικρόν Alex.84 :—Pass., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμεικται Pl.R.415b.

Greek Monolingual

και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμαπαραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].