παραμείγνυμι
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
and παραμειγνύω, Ion. παραμίσγω, also in Thphr. HP 9.7.2 and later Prose, Phld.Ir.p.54 W.(Pass.):—
A intermingle, mix with, τινί τι Ar.V.878; ψόγον καὶ νουθεσίαν Plu.2.59b:—Pass., metaph., ἡδονὴν παραμεμεῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN1177a23.
II c. acc. only, mix in, add by mixing, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.1.203, 4.61; μέλι, σμύρνην, Hp.Morb.2.47, Mul.2.162; στεατίου μικρόν Alex.84:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμεικται Pl.R. 415b.
Greek Monolingual
και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-μ(ε)ίγνυμι, παρα-μειγνύω en παρα-μίσγω erbij mengen: overdr.:; μέλιτος σμικρὸν τῷ θυμιδίῳ π. in zijn hartje een klein beetje honing mengen Aristoph. Ve. 878; pass.: ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ dat geluk met genoegen gepaard gaat Aristot. EN 1177a23.
Russian (Dvoretsky)
παραμείγνυμι: v.l. = παραμίγνυμι.