παρανόηση

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡ / παρανόησις, -ήσεως, ΝΑ παρανοώ
νεοελλ.
εσφαλμένη κατανόηση, πλάνη σχετικά με το νόημα που έχει κάτι, παρερμηνεία, παρεξήγηση
αρχ.
παράνοια.