παράνοια

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράνοιᾰ Medium diacritics: παράνοια Low diacritics: παράνοια Capitals: ΠΑΡΑΝΟΙΑ
Transliteration A: paránoia Transliteration B: paranoia Transliteration C: paranoia Beta Code: para/noia

English (LSJ)

(παρανοία Ar.Fr.226 (anap.)), ἡ, derangement, madness, A.Th.756(lyr.), E.Or.824(lyr.), Hp.Prog.23, And.2.10; οἴμοι παρανοίας Ar.Nu.1476; παρανοίας τινὰ εἰσαγαγὼν ἑλεῖν, γράφεσθαι, ib.845, Pl.Lg.928e, etc.; δίκαι παρανοίας Arist.Ath.56.6: Pl., παρανοίας ποιεῖ καὶ θανάτους Id.PA653b5.

German (Pape)

[Seite 491] ἡ, Unverstand, Torheit, Wahnsinn; Aesch. Spt. 738; Ar. Nubb. 1459; παρανοίας αἱρεῖν τινα, Einen wegen Wahnsinns anklagen, 835, wie παρανοίας γράφεσθαι, Plat. Legg. XI, 928 e 929 d, u. παρανοίας ἑαλωκώς, überführt, als Wahnsinniger verurtheilt, Aesch. 3, 251; τὸ τῆς παρανοίας εἶδος, Plat. Phaedr. 266 a; Sp., wie Luc. Macrob. 24; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trouble de la raison, folie.
Étymologie: παράνοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράνοια -ας, ἡ [παρανοέω] dwaasheid, waanzin:. παρανοίας αὐτὸν εἰσαγαγὼν ἕλω; moet ik hem voor de rechtbank brengen en hem pakken voor krankzinnigheid? Aristoph. Nub. 845; παρανοίας γράφεσθαι voor krankzinnigheid aanklagen Plat. Lg. 928e.

Russian (Dvoretsky)

παράνοια:умопомешательство, душевная болезнь Aesch., Eur., Arst.: παρανοίας αἱρεῖν τινα Arph. или παρανοίας γράφεσθαι Plat. делать заявление (перед судом) о чьей-л. невменяемости.

Greek (Liddell-Scott)

παράνοιᾰ: (ἀλλὰ παρανοίᾱ χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 29, πρβλ. ἄγνοια), ἡ, παρεκτροπὴ τῆς διανοίας, παραφροσύνη, μανία, Αἰσχύλ. Θήβ. 756, Εὐρ. Ὀρ. 822, Ἀνδοκ. 21. 4· οἴμοι παρανοίας Ἀριστοφ. Νεφ. 1476· παρανοίας τινὰ αἱρεῖν, γράφεσθαι αὐτόθι 845, Πλάτ. Νόμ. 928Ε, κτλ.· - πληθ., παρανοίας καὶ θανάτους ποιεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 75. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράνοια· ὑπερηφανία».

Greek Monolingual

η, ΝΑ παρανοώ
1. παρεκτροπή της διάνοιας, παραλογισμός («τὸ δ' αὖ κακουργεῖν ἀσέβεια μαινόλις κακόφρων τ' ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.)
2. φρ. «παράνοιας γραφή» ή «παράνοιας δίκη»
(αττ. δίκ.) η αγωγή και η προκαλούμενη από αυτήν δίκη που γινόταν, κατά την αθηναϊκή νομοθεσία, για να διαπιστωθεί αν ένας πολίτης είχε καταστεί ανίκανος ένεκα μανίας ή μωρίας να διαχειρίζεται ή να διαθέτει την περιουσία του
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από φαινομενικώς λογικά συστήματα παραληρηματικών ιδεών, εσφαλμένων πεποιθήσεων, δηλαδή κατά την οποία το πάσχον άτομο αναπτύσσει πεποιθήσεις που είναι μεν παράλογες αλλά τίς υποστηρίζει με πειστικά και φαινομενικώς αληθοφανή επιχειρήματα, κατάσταση που από πολλούς ειδικούς θεωρείται ως μία μορφή σχιζοφρενίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «παράνοια
ὑπερηφανία».

Greek Monotonic

παράνοιᾰ: ἡ, παραφροσύνη, τρέλα, παράνοια, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

παράνοια, ης, ἡ, [from παρανοέω
derangement, madness, Aesch., Eur., Ar.

Chinese

原文音譯:parafron⋯a 爬拉-弗羅你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-意向
字義溯源:瘋狂,愚行,狂妄,愚蠢;源自(παραφρονέω)=狂想);由(παρά)*=旁,出於)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 狂妄(1) 彼後2:16

English (Woodhouse)

mental derangement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=παραφροσύνη, μανία). Ἀπό τό παρανοέω -ῶ (=εἶμαι παράφρων) → παρά + νόος -νοῦς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція