παρεξήγηση

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, -εως, ΝΑ παρεξηγούμαι
εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση
νεοελλ.
1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση»)
2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι έγινε ή λέχθηκε από ένα άλλο πρόσωπο από κακή πρόθεση.