παρεξήγηση

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, -εως, ΝΑ παρεξηγούμαι
εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση
νεοελλ.
1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση»)
2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι έγινε ή λέχθηκε από ένα άλλο πρόσωπο από κακή πρόθεση.