παραπάνω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και παραπάνου
επίρρ.
1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι»)
β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι»)
2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε»)
3. φρ. «με το παραπάνω» — περισσότερο από ικανοποιητικά, αρκετά, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- (ε)πάνω].