Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραπέρα

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

επίρρ.
1. τοπ. πιο πέρα, πιο κάτω
2. (χρονικό) αργότερα, στο μέλλον («τα παραπέρα» — όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, τα μετέπειτα, τα περαιτέρω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέρα.