το1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ.2. ναυτ. δρύφακτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρα- + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)].