Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέτο

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

και πέττο, το, Ν
το αναδιπλωμένο τμήμα σε αντρικό σακάκι ή παλτό και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα που αντιστοιχεί στο αριστερό ή δεξιό μέρος του θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petto < λατ. pectus «στήθος»].