-άομαι, Αμυκώμαι κοντά σε κάποιον ή ως απάντηση σε κάτι («βρυχία δ' ἠχὼ παραμυκᾱται βροντῆς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυκῶμαι «γκαρίζω»].