μυκώμαι
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
Greek Monolingual
(ΑΜ μυκῶμαι, -άομαι, Α και μύκομαι)
1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.)
2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται λυσσασμένη», Ζαλοκ.
β. «βροντῆς μυκησαμένης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαιότεροι τ. μŭκεῖν: μέμῡκα αντιστοιχούν ακριβώς με το σχήμα κρăγεῖν: κέκρᾱγα, λăκεῖν: λέληκα, ενώ ο επιτατ. ενεστ. μυκάομαι (πρβλ. βρυχάομαι) είναι υστερογενής. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mu-k- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -κ- μορφή της αρχικής ρίζας mū- «ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος») και αντιστοιχεί με λ. της Γερμανικής και της Βαλτοσλαβικής, πρβλ. μσν. άνω γερμ. mūhen, mugen, mūwen «μουγκρίζω, αρχ. σλαβ. mykŭ «μυκηθμός, μουγκρητό», λατ. mūgiō «μουγκρίζω» και μύζω Ι (πρβλ. αγγλ. moo, ιταλ. mucca «αγελάδα», γαλλ. mugir, γερμ. mucken / mucksen «μουγκρίζω»).
ΠΑΡ. μυκηθμός
αρχ.
μυκάμων, μυκαρός, μυκή, μυκηδόν, μύκησις, μυκητής, μηκήτωρ
αρχ.-μσν.
μύκημα
μσν.
μυκαστικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιμυκώμαι, αντιμυκώμαι, απομυκώμαι, εκμυκώμαι, παραμυκώμαι, περιμυκώμαι, υπομυκώμαι].