παρασίτωση

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την παρουσία και ανάπτυξη παρασίτων στον οργανισμό του ανθρώπου, λοίμωξη η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα (παρασιτική νόσος) ή να είναι κλινικά αφανής (λανθάνουσα παρασίτωση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitosis < παράσιτο].