παράσεισμα

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A swinging of the arms in running, Hp.Vict. 2.64.

German (Pape)

[Seite 497] τό, das Nebenherbaumeln der Arme, das Schlenkern oder Rudern mit den Händen beim Gehen und Laufen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράσεισμα: τό, τὸ παρασείειν τὰς χεῖρας ἐν τῷ τρέχειν, Ἱππ. 363 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α παρασείω
η κίνηση τών χεριών κατά το τρέξιμο.