παράσεισμα
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
-ατος, τό, swinging of the arms in running, Hp.Vict. 2.64.
German (Pape)
[Seite 497] τό, das Nebenherbaumeln der Arme, das Schlenkern oder Rudern mit den Händen beim Gehen und Laufen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράσεισμα: τό, τὸ παρασείειν τὰς χεῖρας ἐν τῷ τρέχειν, Ἱππ. 363 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α παρασείω
η κίνηση τών χεριών κατά το τρέξιμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράσεισμα -ατος, τό [παρασείω] armzwaai (tijdens het hardlopen).