1. φουσκώνω κάτι υπέρμετρα2. μτφ. α) μεγαλοποιώ, υπερβάλλω πολύ («μην τά παραφουσκώνεις τα κατορθώματά σου»)β) εξογκώνω κάτι για να εξαπατήσω κάποιον («τον παραφούσκωσες τον λογαριασμό»).