μεγαλοποιώ

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

(Α μεγαλοποιῶ, -έω)
1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ
2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε -ποιῶ].