παρεγκελεύομαι
English (LSJ)
A exhort, c. acc. et inf., Plu.2.188e.
German (Pape)
[Seite 510] = παρακελεύομαι, ermuntern, auffordern, Plut. reg. apophth. p. 122.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγκελεύομαι: ἀποθ., παραινῶ ἢ παρακελεύομαι, Πλούτ. 1. 188Ε.
French (Bailly abrégé)
exhorter, encourager.
Étymologie: παρά, ἐγκελεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
προτρέπω, παρακινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκελεύομαι «παροτρύνω, παραγγέλλω»].