ἐγκελεύω

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκελεύω Medium diacritics: ἐγκελεύω Low diacritics: εγκελεύω Capitals: ΕΓΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: enkeleúō Transliteration B: enkeleuō Transliteration C: egkeleyo Beta Code: e)gkeleu/w

English (LSJ)

A urge on, cheer on, A.Pr.72; ἐ. κυσί X.Cyn.9.7:—Med., D.H.3.20, etc.; τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύεσθαι sound a charge, Plu.Arist.21, cf. Pomp.70.
2 in Med. also, command, Arist. Fr.11; τοῖς στραταγοῖς IPE12.79.23 (Olbia), cf. Asp. in EN135.13: c. acc., enjoin, Ti.Locr.104a.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐκκ- Gr.Nyss.Beat.147.13, Anon. en Sud.s.u. ἀποπορεία
1 apremiar, urgir μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγαν A.Pr.72
más frec. en v. med. animar, incitar c. dat. de pers. τις ... ἐγκελευόμενος τοῖς ... στρατιώταις Arist.Fr.11, cf. Amph.Seleuc.134, τῶν Ἀλβανῶν τοῖς σφετέροις ἐγκελευομένων D.H.3.20, c. inf. Ἐπαμινώνδας ἐγκελευόμενος θαρρεῖν Polyaen.2.3.12, ἐνεκελεύσατο τοῖς στραταγοῖς τειμᾶσαι τὸν ἄνδρα IPE 12.79.23 (Olbia I d.C.), ἐγκελευσαμένου φεύγειν Posidon.162, ἐνεκελεύσω καὶ ἡμᾶς τι ... ὑπομνηματίσασθαι Longin.1.2, c. πρός y ac. ἐγκελευόμεναι (τὰς δυνάμιες) τὰ ποτίφορα ποττὰ ἔργα Ti.Locr.103a, τῆς σάλπιγγος ἀρχομένης ἐγκελεύεσθαι πρὸς τὴν σύνταξιν Plu.Pomp.70, καταφρονητικῶς πρὸς τὸν θάνατον ἔχειν Gr.Nyss.l.c., cf. Anon. en Sud.l.c.
ref. perros azuzar c. dat. ἐγκελεύειν ταῖς κυσί X.Cyn.9.7.
2 apremiar a la batalla haciendo sonar c. ac. int. σαλπιγκτὴς ἐγκελευόμενος τὸ πολεμικόν Plu.Arist.21.

German (Pape)

[Seite 707] (s. κελεύω), zurufen, antreiben durch einen Befehl; theils absol., μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγαν Aesch. Prom. 72; theils c. dat., τοῖς κυσίν Xen. Cyn. 9, 7. – Eben so med. als v.l. Plat. Tim. Locr. 104 a, u. bes. häufig Sp., τινί, Dion. Hal. 3, 20: Plut. Poplic. 19; bes. im Kriege, dah. auch von der Trompete, τῆς σάλπιγγος ἀρχομένης ἐγκελεύεσθαι πρὸς τὴν σύστασιν Pomp. 70; τὸ πολεμικόν, zum Angriffe blasen, Aristid. 21; vgl. Dion. Hal. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

presser, encourager, exciter.
Étymologie: ἐν, κελεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκελεύω:
1 преимущ. med. указывать, приказывать (τοῖς κυσίν Xen.; med. τοῖς στρατιώταις Arst.): μηδὲν ἐγκέλευ᾽ ἄγαν Aesch. не нужно лишних приказаний; ἐγκελεύεσθαι τὸν πολεμικόν Plut. давать сигнал к атаке;
2 med. призывать, побуждать (πρὸς τὴν σύστασιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκελεύω: παραθαρρύνω, παρακελεύομαι, παρακινῶ, Αἰσχύλ. Πρ. 72· ἐγκ. κυσὶ Ξεν. Κυν. 9, 7. - Οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τίμ. Λοκρ. 104Α, Διον. Ἁλ. 3. 20, κτλ.· τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύεσθαι, σαλπίζειν ἔφοδον, Πλούτ. Ἀριστ. 21, πρβλ. Πομπ. 70. 2) ὡσαύτως μέσ., διατάττω, Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 23.

Greek Monolingual

ἐγκελεύω (Α)
1. προτρέπω, παρακινώ
2. μέσ. διατάσσω, παραγγέλλω
3. φρ. «τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύομαι» — σαλπίζω έφοδο.

Greek Monotonic

ἐγκελεύω: μέλ. -σω, παροτρύνω, παρακινώ, σε Αισχύλ.· με δοτ., σε Ξεν.· σαλπίζω έφοδο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. sw, to urge on, cheer on, Aesch.; c. dat., Xen.; to sound a charge, Plut.