παρεμποδών

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

Adv.

   A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.

German (Pape)

[Seite 515] wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ως εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἐμποδών «ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»].