παροίστρησις

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A frenzy, madness, PMag. Par.1.2489, Tz.H.10.53.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, das Wüthendmachen, Rasen, Eust.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροιστρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροιστρώ, φρενίτιδα, μανία, παραφροσύνη.